πολεμάρχειος

πολεμάρχειος
πολεμάρχ-ειος, ον,
A of or belonging to the polemarch,

στοά Polem.

Hist.58;

τὸ π.

his residence,

X.HG5.4.6

, Plb.4.79.5; [suff] πολεμαρχ-άρχιον, IG12 (9).279 (Eretria, i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολεμάρχειος — ον, ουδ. και εῖον και πολεμάρχιον, Α [πολέμαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολέμαρχο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολεμάρχειον ή πολεμαρχεῖον ή πολεμάρχιον η κατοικία τού πολεμάρχου …   Dictionary of Greek

  • πολεμάρχειον — πολεμάρχειος of masc/fem acc sg πολεμάρχειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμαρχείου — πολεμάρχειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμαρχείον — ή πολεμάρχιον, τὸ, Α βλ. πολεμάρχειος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”